- μουταζιλίτες
- Οπαδοί ισλαμικής διδασκαλίας (μουταζωισμός) που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία τον 8o αι. μ.Χ. Οι μ. βρίσκονταν ανάμεσα στους χαριτζίτες – που θεωρούσαν άπιστο κάθε αμαρτωλό μουσουλμάνο - και τους μουρτζιίτες - νομιμόφρονες, αλλά με χαλαρές θρησκευτικές αντιλήψεις, που απέδιδαν παρόλα αυτά στους αμαρτωλούς ιδιότητα πιστού· άρχισαν να ξεχωρίζουν θεωρώντας τον αμαρτωλό ως μουνάφικ (όρος του Κορανίου που σημαίνει υποκριτής), δηλαδή κάτι ενδιάμεσο μεταξύ πιστού και απίστου. Στην αρχική αυτή διδασκαλία προστέθηκαν κι άλλες, βασισμένες κυρίως σε μια τάση να υπερασπίσουν από την κατηγορία του πρωτογονισμού τον ανθρωπομορφικό θεό του ισλαμισμού, ο οποίος για τους μ. είναι δίκαιος, δεν καταδικάζει αυθαίρετα κανέναν, ενεργεί προς το συμφέρον των δούλων του κλπ. Στο περιβάλλον του μουταζιλισμού, που ιδρύθηκε από τους Αλ - Ουάσιλ ιμπν Ατά και Αμρ μπεν Ουμπαΐντ (7ος αι.), αναπτύχθηκε η διαλεκτική μέθοδος της θεωρητικής μουσουλμανικής θεολογίας (Κάλαμ). Τη μέθοδο αυτή υιοθέτησε και ο Ασάρι (9ος-10ος αι.), ο οποίος, αφού αποσχίστηκε από τους μ., ίδρυσε την πιο διαδεδομένη από τις ορθόδοξες ισλαμικές σχολές. Ο μουταζιλισμός, που απορρίπτεται από τους σουννίτες, γιατί αποκηρύσσει την απόλυτη ελευθερία του θεού, έγινε η επικρατούσα θεολογία του σιιτισμού.
Dictionary of Greek. 2013.